Σχέδιο ενός πιθανού Προλόγου μιας υπό έκδοση Λακωνικής Βιβλιογραφίας

            Υπό μία έννοια και εκ πρώτης όψεως το να κάνεις μια βιβλιογραφική καταγραφή είναι από τις πιο “βαρετές” εργασίες. Απ’ την άλλη μεριά και υπό άλλη οπτική, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας βιβλιογραφικής καταγραφής είναι από τις πιο χρήσιμες εργασίες: Παρέχει μέγιστη βοήθεια στους ερευνητές που ακολουθούν, καθώς είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο “εργαλείο” στις μελέτες τους. Αυτό ήταν το κίνητρό μου: Να φανώ χρήσιμο στους άλλους και να με “μακαρίζουν” για το έργο μου. Μακάρι να τα κατάφερα!...

            Μια τοπικά επικεντρωμένη βιβλιογραφία πρέπει προφανώς να περιλαμβάνει: α)τα βιβλία που έχουν θεματολογία που άπτεται της τοπικής γεωγραφίας, ιστορίας, λαογραφίας κ.λπ. β)τα βιβλία που έχουν γραφτεί από συγγραφείς με καταγωγή από την περιοχή και γ)τα βιβλία εκείνα που έχουν εκδοθεί στην περιοχή αυτή, ανεξαρτήτως θεματολογίας. Παραλείπω τίποτα;

 

            Ειδικά για μια “λακωνική βιβλιογραφία” προκύπτουν κάποια ιδιαίτερα θέματα:

Θα πρέπει αυτή να συμπεριλαμβάνει μια “μανιάτικη βιβλιογραφία” και αν ναι μέχρι ποιου βαθμού; Εάν η Μάνη εξακολουθούσε να υπάγεται διοικητικά, στο σύνολό της, στον νομό Λακωνίας, όπως συνέβαινε παλαιότερα, προφανώς δεν θα υπήρχε θέμα. Καλώς ή κακώς, όμως, η Μάνη είναι πλέον χωρισμένη σε “λακωνική” και σε “μεσσηνιακή”. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Μητρόπολη Μάνης, με έδρα το Γύθειο, περιλαμβάνει τμήματα όχι μόνον της Λακωνίας και δη τις πρώην επαρχίες Γυθείου και Οιτύλου [γι’ αυτό και παλαιότερα ονομαζόταν Μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου], αλλά και της Μεσσηνίας, ακόμα δε και οικισμούς του Δήμου Καλαμάτας. Νομίζω πως είναι η μοναδική περίπτωση μητρόπολης της Ελλάδας, που εκτείνεται σε δύο διαφορετικές περιφερειακές ενότητες – νομούς. Πώς μπορείς, όμως, να χωρίσεις, για παράδειγμα, την ιστορία της Μάνης σε ιστορία της “λακωνικής Μάνης” και σε ιστορία της “μεσσηνιακής Μάνης”; Προσωπική μου άποψη είναι, λοιπόν, ότι μια “μανιάτικη βιβλιογραφία” δεν μπορεί να διασπαστεί, γι’ αυτό αποφάσισα να την περιλάβω στο σύνολό της.

Η Τσακωνιά όμως; Στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας ποτέ η Τσακωνιά δεν ανήκε διοικητικά στη Λακωνία. Ιστορικά, όμως, Λακωνία και Τσακωνιά είναι απόλυτα συνδεδεμένες. Οι Τσάκωνες είναι Δωριείς Λάκωνες, η δε τσακώνικη διάλεκτος είναι επιβίωση - κατάλοιπο της αρχαίας λακωνικής διαλέκτου. Αυτά δεν μπορούσα [“δεν μου έκανε καρδιά” που λένε…] να τα αγνοήσω. Γι’ αυτό και περιέλαβα αρκετά βιβλία περί Τσακωνιάς γενικώς και περί τσακωνικής διαλέκτου, αποδεχόμενος τον κίνδυνο να επικριθώ γι’ αυτό από επαΐοντες και μη. Οφείλω, πάντως, να ενημερώσω τους μελλοντικούς ερευνητές πως η σχετική έρευνά μου δεν ήταν επισταμένη και συστηματική και, συνεπώς, η καταγραφή των σχετικών βιβλίων προφανώς δεν είναι πλήρης.

Στην βιβλιογραφία μου, πάντως, δεν συμπεριελήφθησαν [παρά μόνον, ίσως, από –τρόπον τινά- παραδρομή] βιβλία σχετικά με τα Κύθηρα, παρότι αυτά κάποια περίοδο ανήκαν, διοικητικά, στη Λακωνία.

Αντιθέτως περιέλαβα στην βιβλιογραφία μου αυτή και βιβλία που αφορούν όχι μόνον την Λακωνία, αλλά την Πελοπόννησο ή και ολόκληρη την Ελλάδα γενικότερα. Ένα βιβλίο για τα κάστρα ή ένα βιβλίο για τους ποταμούς της Πελοποννήσου, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να μην καταγραφεί [και] σε μια λακωνική βιβλιογραφία; Ή είναι δυνατόν να παραλειφθούν τα βιβλία των ξένων περιηγητών στην Ελλάδα, στα οποία περιλαμβάνονται εκτεταμένες αναφορές στην Πελοπόννησο και στην Λακωνία;

Αυτονοήτως μια “λακωνική βιβλιογραφία” περιλαμβάνει, όπως δηλώσαμε ήδη, και τα βιβλία των Λακώνων συγγραφέων. Ποιοι, όμως, από τους λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφους, συγγραφείς γενικότερα, είναι Λάκωνες; Μόνον αυτοί που γεννήθηκαν στην Λακωνία; Προφανώς όχι! Διότι πώς μπορεί κανείς να αποκλείσει αυτούς που κατάγονται από τη Λακωνία και “είναι περήφανοι” [“με την καλή έννοια”!...] γι’ αυτό; [Σ’ αυτούς, σημειωτέον, συμπεριλαμβάνεται και ο γράφων!]. Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να θυμίσω στον αναγνώστη πως, κατά τον Ισοκράτη, “Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας”. Αντιστοίχως θα μπορούσαμε να πούμε ότι “Λάκωνες είναι όσοι μετέχουν της λακωνικής παιδείας” και να συμπεριλάβουμε στους “Λάκωνες  συγγραφείς” πρόσωπα που ναι μεν δεν γεννήθηκαν ή δεν κατάγονται από την Λακωνία, έζησαν όμως και δραστηριοποιήθηκαν εδώ. Θα μπορούσα να αναφέρω εδώ, για παράδειγμα, τον αείμνηστο καθηγητή Νίκο Δρανδάκη που “όργωσε” τη Λακωνία και την Μάνη και από τους νεότερους τον έγκριτο ερευνητή Αντώνη Τάντουλο. Και φυσικά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε σ’ αυτούς τους… “εκ πολιτογραφήσεως” Λάκωνες, τους εκκλησιαστικούς άνδρες που έζησαν και έδρασαν στην Λακωνία: Ο πασίγνωστος “Λάκων” Θεοδώρητος, επίσκοπος Βρεσθένης, για παράδειγμα, γεννήθηκε στην Νεμνίτσα (Μεθύδριο) Αρκαδίας και ο Ευστάθιος [Σπηλιώτης], νυν μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης γεννήθηκε στην Βαλύρα Μεσσηνίας, ποιος όμως θα μπορούσε να τους “εξοστρακίσει” από μια λακωνική βιβλιογραφία;

Στον γράφοντα ερευνητή – βιβλιογράφο ας συγχωρεθούν και κάποιες [ελάχιστες!] “αντιεπιστημονικές” (;) καταχωρήσεις: Περιέλαβα, “προβοκατόρικα” και μερικά βιβλία αφενός μεν για την Σπάρτη της Μικράς Ασίας [της οποίας οι κάτοικοι, σημειωτέον, ονομάζονται “Σπαρταλήδες” σε διάκριση από τους… δικούς μας Σπαρτιάτες], αφετέρου δε για το [εν πολλοίς άγνωστο] χωριό “Μάνη” του Νομού Έβρου.

 

            Δεν είμαι ο πρώτος που ασχολείται με την λακωνική βιβλιογραφία και φυσικά δεν φιλοδοξώ να είμαι ο τελευταίος… [με όποια έννοια και αν το αντιληφθεί αυτό ο αναγνώστης…]. Προηγήθηκε η “Συμβολή στη λακωνική βιβλιογραφία 1800-1930” του N.Ι.Ροζάκη [Αθήνα: Αριστ.Μαυρίδης, 1933], η “Λακωνική Βιβλιογραφία – Συμβολή πρώτη (1593-1987)” του Νότη Διον. Καραβία [Αθήνα: Διον. Καραβία, 1988] και η “Λακωνική Βιβλιογραφία της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σπάρτης” [Σπάρτη: Ιδιομορφή, 2007], έργο των Ελένης Τζινιέρη – Τζανετάκου, Κωνσταντίνας Γιαννακοπούλου, Κωνσταντίνας Διδάχου και Κωνσταντίνου Τζανετάκου. Η τελευταία προσφέρθηκε ως δώρο στους αγοραστές της ετήσιας έκδοσης “Λακωνικό Ημερολόγιο” του 2007, ενώ σε μια πρώιμη μορφή της είχε συμπεριληφθεί στον ογκώδη επετειακό τόμο “Λακωνικά 1902-2002”. Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Σπάρτης έχει “ανεβάσει” έναν αντίστοιχο – παρόμοιο κατάλογο βιβλίων του τμήματος λακωνικής βιβλιογραφίας της στον ιστότοπό της στο διαδίκτυο [https://www.nikiforos.edu.gr/]. Νομίζω ότι καμία από τις δύο αυτές εκδόσεις (έντυπη – ηλεκτρονική) δεν μπορεί να θεωρηθεί “πληρέστερη” της άλλης, αφού και στις δύο εντοπίζονται ελλείψεις – παραλείψεις που, με μόχθο και χρονοτριβή, αλληλοσυμπληρώνονται.

            Οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες και απόδοση τιμής στα τέσσερα στελέχη της Βιβλιοθήκης Σπάρτης, που προανέφερα, γιατί η δική τους εργασία αποτέλεσε, εκ των πραγμάτων, την αναγκαία αφετηρία – βάση για την παρούσα καταγραφή!

            Κατ’ αρχάς, λοιπόν, έκανα μια “συγχώνευση” της έντυπης και της ηλεκτρονικής εκδοχής της καταγραφής των βιβλίων που βρίσκονται στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκης Σπάρτης. Στη συνέχεια ενέταξα κατά σειρά τα σχετικά βιβλία που βρίσκονται στην Βιβλιοθήκη του “Συνδέσμου των εν Αττική Λακεδαιμονίων”, της οποίας, για καλή μου τύχη, ήμουν Έφορος, κατά διαδοχή από τον κ. Κωνσταντίνο Μπατσάκη, στον οποίο επίσης αξίζουν εύσημα, αφού είχε προβεί σε ταξινόμηση και καταγραφή των βιβλίων, κάτι που διευκόλυνε το έργο μου. Σημαντικά με διευκόλυνε στο έργο μου και η ανάμειξή μου στο Διοικητικό Συμβούλιο της “Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών”. Ακολούθως συμπλήρωσα όλα τα λακωνικού περιεχομένου και ενδιαφέροντος βιβλία από την προσωπική μου βιβλιοθήκη. Μετά την καταγραφή και των βιβλίων που περιέχονται στην “Λακωνική Βιβλιογραφία” του Νότη Καραβία, άντλησα στοιχεία τόσον από τα ίδια τα βιβλία [και δη τα βιογραφικά των συγγραφέων και την παρατιθέμενη εργογραφία τους] όσο και από το διαδίκτυο. Η αναζήτηση σ’ αυτό ήταν χρονοβόρα και επίμοχθη, καθώς όφειλα να ερευνήσω σε πολλές και διαφορετικές ιστοσελίδες: της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της Βιβλιοθήκης της Βουλής και άλλων βιβλιοθηκών, της βάσης δεδομένων “biblionet”, μεγάλων ηλεκτρονικών – διαδικτυακών βιβλιοπωλείων κ.λπ. [Στο “κ.λπ.” περιλαμβάνεται, φυσικά, η αναζήτηση στο “Google”, από το οποίο συνήθως αρχίζουν την έρευνα οι περισσότεροι…].

            Παρ’ όλη την προσπάθεια είναι σίγουρο ότι η καταγραφή δεν μπορεί να είναι πλήρης. Για τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νικηφόρο Βρεττάκο και ίσως και για άλλους, για παράδειγμα, πώς μπορεί κανείς να κάνει λόγο για “πληρότητα”, όταν δεν έχει γίνει καν προσπάθεια καταγραφής των διαφόρων εκδόσεων των έργων τους στο εξωτερικό, σε πολλές και διάφορες γλώσσες;

 

            Η “Λακωνική βιβλιογραφία” της Βιβλιοθήκης της Σπάρτης περιλαμβάνει και τις “περιοδικές εκδόσεις”, αλλά και [στην ηλεκτρονική εκδοχή, ως συνοπτική καταγραφή] “αρχείο τοπικού τύπου”. Δεν ακολούθησα το παράδειγμά της, για δύο λόγους: Αφενός μεν έχω εκδώσει ήδη το “Ευρετήριο λημμάτων οκτώ (8) λακωνικού ενδιαφέροντος περιοδικών εκδόσεων” [Αθήνα: “συλλογές”, 2020], αφετέρου δε έχω  συντάξει μια μελέτη για τον λακωνικό τύπο (εφημερίδες και περιοδικά) και την ιστορία του, την οποία ελπίζω να μου δοθεί σύντομα η ευκαιρία να εκδώσω επίσης.

 

            Ως προς τον τύπο – μορφή καταγραφής των βιβλίων ακολούθησα αυτόν της Βιβλιοθήκης της Σπάρτης: [Επώνυμο συγγραφέα, Όνομα συγγραφέα. ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ.- Τόπος έκδοσης: Εκδότης, Χρόνος έκδοσης].

            Τα βιβλία καταγράφηκαν κατά την εξής σειρά: (α) Έλληνες συγγραφείς αλφαβητικά, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών ονομάτων σε λατινική γραφή,  (β) Ξένοι συγγραφείς, (γ) Βιβλία χωρίς συγγραφέα ή με πολλούς συντελεστές.

 

            Η ιδιαιτερότητα - πρωτοτυπία της παρούσας βιβλιογραφίας [και το στοιχείο που ο πονήσας θα ήθελε να δει να “καθιερώνεται” στον χώρο της βιβλιογραφίας στο μέλλον] είναι το ευρετήριο! Διότι ναι μεν αυτή καθεαυτή η βιβλιογράφηση είναι σημαντική, αλλά συχνά επίσης “κουράζει” τον ερευνητή, που θα πρέπει να διατρέξει ολόκληρη την –συχνά ογκώδη- βιβλιογραφία, για να εντοπίσει τα βιβλία εκείνα που ενδεχομένως να ήταν ενδιαφέροντα για την έρευνά του!... Ενώ, χάρη στην ύπαρξη του ευρετηρίου, καθένας μπορεί να εντοπίσει με μεγάλη ευκολία και χωρίς να χρειαστεί να διατρέξει με προσοχή όλον τον κατάλογο, τα βιβλία εκείνα που αναφέρονται, για παράδειγμα, στα χωριά Βουτιάνοι, Τρύπη κ.λπ. ή στην οικογένεια Μαυρομιχάλη κ.λπ.

            Μια άλλη ιδιαιτερότητα είναι ότι η παρούσα βιβλιογραφία λειτουργεί και ως “τιπούκειτος”: σε κάθε βιβλίο που έχω καταγράψει, επισημαίνω και τις βιβλιοθήκες στις οποίες έχω εντοπίσει να υπάρχει το συγκεκριμένο βιβλίο, ώστε να γνωρίζει ο ερευνητής πού θα μπορούσε να το αναζητήσει και να το μελετήσει. Διότι αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες του ερευνητή, όπως πολύ ορθά την προσδιόρισε ο κ. Αντώνης Τάντουλος σε σχετική συζήτησή μας. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί εάν αποφασίσουν όλες οι βιβλιοθήκες και τα επιστημονικά ιδρύματα της χώρας να συμπράξουν σε μια κοινή προσπάθεια ενοποιημένου καταλόγου των βιβλίων, τύπου – μορφής “OpenABEKT.

            Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο ίσως να αργήσει να επιτευχθεί [μακάρι να διαψευσθώ!] θα ήταν πιο εύκολο, ίσως, να υλοποιήσω μια σχετική πρόταση του κ. Τάντουλου: Να προσπαθήσω να βρω έναν τρόπο να “ανεβάσω”  την παρούσα καταγραφή σε μια “ανοιχτή” βάση δεδομένων στο διαδίκτυο, υπό μορφή “wiki-προσπάθειας”, στην οποία κάθε πιστοποιημένος χρήστης θα μπορούσε είτε να επισημάνει σε ποια άλλη βιβλιοθήκη εντοπίζεται κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο είτε να προσθέσει κάποιο βιβλίο που δεν περιλαμβάνεται.

 

            Η σκέψη και επιθυμία να προβώ σε μια [κατά το δυνατόν] πλήρη καταγραφή της Λακωνικής Βιβλιογραφίας υπήρχε μέσα μου από καιρό. Εκτιμώ, όμως, ότι ίσως να αργούσε να πραγματοποιηθεί, εάν δεν [μας] προέκυπτε το δεύτερο lockdown εξαιτίας του κοροναϊού Covid-19, την περίοδο του Νοεμβρίου –Δεκεμβρίου 2020, που μου πρόσφερε πολύ περισσότερο “ελεύθερο χρόνο” να αξιοποιήσω δημιουργικά! Και χαίρομαι που κατάφερα να μετατρέψω το πρόβλημα σε ευκαιρία!

 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο