Αλέπης Κούλης (γενν. Αρεόπολη, Σεπτέμβριος 1903, +13 Αυγούστου 1986)
Γιός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, γεννήθηκε στην Αρεόπολη τον Σεπτέμβριο του 1903. Σύντομα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Γύθειο, όπου και έμεινε μέχρι το 1923. Σπούδασε Νομικά και Φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε ως ανώτερος υπάλληλος (και επί δεκαετία ως προσωπάρχης) στο Υπουργείο Οικονομικών, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1960. Συνεργάστηκε με διάφορα αθηναϊκά περιοδικά. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές και, το 1968, μια ανθολογία των ποιημάτων του. Μετέφρασε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (“Μήδεια” και “Ηλέκτρα” του Ευριπίδη), αλλά και Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς και Αρμένιους ποιητές. Αλλά και τα δικά του ποιήματα μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες (γαλλική, γερμανική, ισπανική, αρμενική). Μετά την συνταξιοδότησή του άρχισε να επιδίδεται και με την ζωγραφική (με την οποία είχε ασχοληθεί λίγο και κατά τη νεανική του ηλικία), ιδίως την τοπιογραφία, συμμετέχοντας σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις και λαμβάνοντας τιμητικές διακρίσεις. Ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1983 αποσύρθηκε σε γηροκομείο, όπου απεβίωσε τρία χρόνια αργότερα, στις 13 Αυγούστου 1986.
Βλέπε και:https://el.wikipedia.org/wiki/Κούλης_Αλέπης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου